αποτμήγω

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

ἀποτμήγω (Α)
(επικ. τ. του αποτέμνω) αποκόπτω, αποχωρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + τμήγωκόπτω, σχίζω»), συνηθέστ. συνθ. με τις προθ. από και διά].