σκοπιή

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

English (Autenrieth)

(σκοπός): lookout place on a rock or mountain; watch, ἔχειν, Od. 8.302.

French (Bailly abrégé)

ion. c. σκοπιά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκοπιή Ion. en ep. zie σκοπιά.

Russian (Dvoretsky)

σκοπιή: ἡ эп.-ион. = σκοπιά.