ἀπότευγμα

From LSJ
Revision as of 15:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπότευγμα Medium diacritics: ἀπότευγμα Low diacritics: απότευγμα Capitals: ΑΠΟΤΕΥΓΜΑ
Transliteration A: apóteugma Transliteration B: apoteugma Transliteration C: apotevgma Beta Code: a)po/teugma

English (LSJ)

ατος, τό,    A failure, Arist.VV1251b20, Phld.Rh.1.67S., Vit.p.35J., D.S.1.1, Cic.Att.13.27.1, etc.

German (Pape)

[Seite 330] τό, das verfehlte Unternehmen, unglücklicher Ausgang, Cic. fam. 9, 21 Att. 13, 27 D. Sic. 1, 1 Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότευγμα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ κακ. 7.5, Διόδ. 1. 1, Κικ. π. Ἀττ. 13. 27.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
fallo, desacierto, fracaso, ἀπότευγμα δὲ ὁτιοῦν ἀτυχίαν κρίνειν μεγάλην pero que cualquier fallo lo juzgan una gran desgracia Arist.VV 1251b20, ἀπότευγμα formido e.e. temo el fracaso Cic.QF 3.2.2, cf. Att.298.1, ἀλλοτρίων ἀποτευγμάτων ... δίδασκαλία D.S.1.1, ἀπότευγμα τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου fallo de la naturaleza humana M.Ant.4.49, ἐπιτεύγματα καὶ ἀ. Phld.Rh.2.119Aur., cf. 2.131Aur., op. κατορθώματα Phld.Vit.p.35, cf. Plu.2.468a.

Greek Monolingual

ἀπότευγμα, το (Α) αποτυγχάνω
η αποτυχία.

Russian (Dvoretsky)

ἀπότευγμα: ατος τό Arst., Diod., Plut. = ἀπότευξις.