ἀσίδα
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
ἡ, = Hebr. A [hudot ]asidhah, stork, LXX Jb.39.13, Je.8.7: cf. ἄσιδον· ἐρωδιόν, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσίδα: ἡ, = πελαργός, κοιν. «λελέκι», κατ’ ἄλλους ἐρωδιός, Ἑβδ. (Ἱερ. η΄, 7).
Spanish (DGE)
ἡ
transcr. del n. hebr. ḫasīdhāh, cigüeña LXX Ib.39.13, Ie.8.7, cf. ἀσίδα· ἐρῳδιόν Hsch.
Greek Monolingual
ἀσίδα, η (Α)
ο πελαργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. hasidhgah)].