ἀτρεής
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ές, A = ἄτρεστος: acc. ἀτρέα for ἀτρεέα, Euph.125; also, not to be feared, pl., ἀτρεῖες (for ἀτρεέες) ἀνάγκαι IG14.1389ii 18.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [ac. sg. ἀτρέα Euph.161; nom. plu. ἀτρεῖ<ε>ς Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.77]
intrépido ἀτρέα δῆμον Ἀθηνῶν Euph.l.c.
•que no retrocede, implacable ἐπὶ οὐ μοιρέων ἀτρεῖ<ε>ς ἀνάγκαι Marc.Sid.l.c.
• Etimología: v. ἄτρεστος.
Greek Monolingual
ἀτρεής, -ές (Α) τρέω
1. ο άφοθος
2. εκείνος που δεν προκαλεί φόβο.