ἀστροθέτης
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ου, ὁ, A one who classes the stars, Orph.H.64.2.
German (Pape)
[Seite 378] ὁ, Sternsteller, -ordner, Orph. H. 64, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστροθέτης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς ἀστέρας κατατάσσων εἰς ἀστερισμοὺς καὶ δίδων ἀνάλογα ὀνόματα εἰς αὐτούς, Ὀρφ. Ὕμν. 64. 2.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que determina la posición de las estrellas, astrónomo Orph.H.64.2, en mág. ref. a un demon PHarris 55.18 (II d.C.), cf. Ps.Callisth.1.4Γ (ap. crít.).
Greek Monolingual
ἀστροθέτης, ο (Α)
αυτός που κατατάσσει τα άστρα σε αστερισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -θέτης < τίθημι.