ἀτρυγής
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ές, (τρυγάω) A not gathered, μέλι AP7.622 (Antiph.).
Spanish (DGE)
(ἀτρῠγής) -ές no recogido μέλι AP 7.622 (Antiphil.).
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
ἀτρῠγής: несобранный (μέλι Anth.).