Ἀττίκισις
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
εως, ἡ, A Attic style, Atticism, Luc.Lex.14, Philostr. VS2.3.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀττίκισις: -εως, ἡ, τὸ Ἀττικὸν ὕφος, ὁ Ἀττικισμός, Λουκ. Λεξιφ. 14, πρβλ. Φιλόστρ. 568.