Ἀττικισμός
English (LSJ)
ὁ, siding with Athens, loyalty to her, Th. 3.64, 4.133. = Ἀττίκισις (Attic style, Atticism), Alciphr. 2.4 ; pl., ibid., cf. Cic. Att. 4.19.1.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀττικισμός: ὁ, τὸ Ἀττικίζειν, τὸ λαμβάνειν τὸ μέρος τῶν Ἀθηναίων, Θουκ. 3. 64., 4. 133. ΙΙ. = τῷ προηγ., Ἀλκίφρ. 2. 4, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 4. 17.
Greek Monotonic
Ἀττικισμός: ὁ, συμπαράταξη με το μέρος των Αθηναίων, προσήλωση σε αυτούς, σε Θουκ.
Middle Liddell
[from Ἀττικίζω
a siding with Athens, attachment to her, Thuc.