ἐμπλεονάζω
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
A to be profuse in, αἵματι Heraclit.Ep.7.6; ταῖς πυρίαις Sor.1.77.
German (Pape)
[Seite 814] Überfluß haben an; Sp. αἵματι, Blut im Überfluß vergießen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλεονάζω: αἵματι, πλεονάζω εἰς αἱματοχυσίαν, Ἡρακλείτ. Ἐπ. 4. σ. 150.
Spanish (DGE)
1 emplear con profusión, multiplicar c. dat. ἐμπλεονάζειν ταῖς πυρίαις Sor.2.3.30.
2 abundar en c. dat. τὸ δεῖπνον ... τοῖς δὲ ὠφελιμωτέροις ἐμπλεονάζον Aët.9.30
•fig. ὡς ἀριστῆας τοὺς ἐμπλεονάσαντας αἵματι τιμῶντες honrando como a héroes a los que se han cubierto de sangre enemiga, Heraclit.Ep.7.