ἐνουρήθρα
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
English (LSJ)
ἡ, or ἐνούρ-ηθρον, τό, A chamberpot, S.Fr.485.
German (Pape)
[Seite 851] ἡ, der Nachttopf, Soph. frg. 430.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνουρήθρα: ἡ, ἢ ἐνούρηθρον, τό, οὐροδοχεῖον, Σοφ. Ἀποσπ. 430, πρβλ. οὐροδόχη, ἀμίς.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ orinal S.Fr.485.
Greek Monolingual
ἐνουρήθρα, η και ἐνούρηθρον, το (Α) ενουρώ
ουροδοχείο.