ἐντεκταίνομαι
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
A build or fix in, v.l. for ἐκ-, Hp.Art.47, cf. Apollon. Cit. adloc.
German (Pape)
[Seite 854] med., darin erbauen, πύργους Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεκταίνομαι: ἀποθ., ἐμπήγνυμι, ἐμπήγω ἢ προσαρμόζω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813.
Spanish (DGE)
encajar, ajustar en ἐν αὐτῷ τῷ ξύλῳ τὰς φλιὰς τῶν ὀνίσκων ἐντεκτηνάμενον Hp.Art.47, τεῖχος ἤγειρεν ὑψηλὸν καὶ ξυλίνους πύργους ἐνετεκτήνατο I.BI 1.99
•fig. τὴν ἀνθρωπίνην φωνὴν ὁ Θεὸς τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων ἐνετεκτήνατο Gr.Nyss.Hom.in Cant.235.3, cf. Hom.in Eccl.320.13.
Greek Monolingual
ἐντεκταίνομαι (Α)
1. προσαρμόζω, σφηνώνω
2. χτίζω, οικοδομώ.