ἐξαδιαφόρησις
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
English (LSJ)
εως, ἡ, A utter indifference to, τῶν ἀδιαφόρων Id.1.509.
German (Pape)
[Seite 862] ἡ, das Gleichgültighalten, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαδιαφόρησις: -εως, ἡ, παντελὴς ἀδιαφορία, Φίλων Ι. 509. 37.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
indiferencia, menosprecio c. gen. obj. τῶν ἀδιαφόρων Ph.1.509.
Greek Monolingual
ἐξαδιαφόρησις, η (Α) εξαδιαφορώ
πλήρης αδιαφορία.