ἐπικατηγόρημα
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
ατος, τό, A accusation, f.l. in Plu. 2.1127d.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. κατηγόρημα.
Étymologie: ἐπικατηγορέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικατηγόρημα: ατος τό (дополнительное) определение, название, наименование Plut.