ἐπικοιτάζομαι

Revision as of 19:31, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A pass the night, Arist.HA599a30.

German (Pape)

[Seite 951] = Folgdm, ἐν τόποις, Arist. H. A. 8, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικοιτάζομαι: Ἀποθ., διέρχομαι τὴν νύκτα, κοιμῶμαι, ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 14, 2.

Greek Monolingual

ἐπικοιτάζομαι (Α)
(αποθ.) κοιμάμαι, περνώ τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κοιτάζομαι «πλαγιάζω, κοιμάμαι»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπικοιτάζομαι: проводить ночь, ночевать (ἐν τόποις, τισί Arst.).