ἐπισβέννυμαι
English (LSJ)
Pass., A go out upon, τῷ ἄνθρακι Luc.JTr.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισβέννῡμαι: Παθ., σβύννομαι ἐπάνω εἴς τι, καὶ λιβανωτοῦ χόνδρους τέτταρας εὖ μάλα εὐρωτιῶντας, ὡς αὐτίκα ἐπισβεσθῆναι τῷ ἄνθρακι Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 15.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισβέννῠμαι: (на чем-л.) гаснуть (ἐπισβεσθῆναι τῷ ἄνθρακι Luc.).