ὀβολίσκος

Revision as of 00:00, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ, perh.    A = ὀβελίσκος IV, PSI6.698.16 (iv A. D.).    II part of a ship's tackle, PLond.3.1164hII (iii A. D.).

Greek Monolingual

ὀβολίσκος, ὁ (Α)
1. πιθ. οβελίσκος, οχετός για αποχέτευση υδάτων
2. μέρος τών ξαρτιών του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελίσκος, με αφομοιωτική τροπή του -ε- σε -ο- (πρβλ. οβελός: οβολός)].