ὀβολίσκος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβολίσκος Medium diacritics: ὀβολίσκος Low diacritics: οβολίσκος Capitals: ΟΒΟΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: obolískos Transliteration B: oboliskos Transliteration C: ovoliskos Beta Code: o)boli/skos

English (LSJ)

ὁ, perhaps
A = ὀβελίσκος IV, PSI6.698.16 (iv A. D.).
II part of a ship's tackle, PLond.3.1164hII (iii A. D.).

Greek Monolingual

ὀβολίσκος, ὁ (Α)
1. πιθ. οβελίσκος, οχετός για αποχέτευση υδάτων
2. μέρος τών ξαρτιών του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελίσκος, με αφομοιωτική τροπή του -ε- σε -ο- (πρβλ. οβελός: οβολός)].