ὑδρωπισμός
English (LSJ)
ὁ, A = ὑδρωπίασις, Asclep. ap. Cael.Aur.CPi.14.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρωπισμός: -όν, = ὑδρωπίασις, Cael. Aur. Acut. 1, 14, § 108.
Greek Monolingual
ο / ὑδρωπισμός, ΝΑ
νεοελλ.
ιατρ.
1. παθολογική κατάσταση που οφείλεται στον ύδρωπα
2. τάση για ύδρωπα και για οιδήματα
αρχ.
ύδρωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδρωψ, -ωπος + -ισμός].