ὑψιπέταλος

From LSJ
Revision as of 09:20, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπέτᾰλος Medium diacritics: ὑψιπέταλος Low diacritics: υψιπέταλος Capitals: ΥΨΙΠΕΤΑΛΟΣ
Transliteration A: hypsipétalos Transliteration B: hypsipetalos Transliteration C: ypsipetalos Beta Code: u(yipe/talos

English (LSJ)

ον,    A = ὑψίκομος 2, Com. of κράμβαι, Polyzel.9.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπέτᾰλος: -ον, = ὑψίκομος, κωμικῶς ἐπὶ τῆς κράμβης, ὑψιπέταλοί τε κράμβαι συχναὶ Πολύζηλος ἐν «Μουσῶν γοναῖς» 2.

Greek Monolingual

και ιων. και επικ. τ. ὑψιπέτηλος, -ον, Α
(κωμική λ.) (για την κράμβη) υψίκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πέταλον (πρβλ. εὐ-πέταλος)].