συμβολοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 10:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολοφύλαξ Medium diacritics: συμβολοφύλαξ Low diacritics: συμβολοφύλαξ Capitals: ΣΥΜΒΟΛΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: symbolophýlax Transliteration B: symbolophylax Transliteration C: symvolofylaks Beta Code: sumbolofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, A keeper of receipts, PRev.Laws 10.2, al. (iii B.C.).

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φύλακας τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε αρχείο τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φύλακας τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε αρχείο τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + φύλαξ.