λαμπαδηδρόμος
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek (Liddell-Scott)
λαμπαδηδρόμος: ἀγών, ὁ διὰ λαμπάδων ἀγών, Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 94. 17 ἔκδ. Λ.
Greek Monolingual
λαμπαδηδρόμος και λαμπαδοδρόμος, -ο (AM)
1. αυτός που τρέχει σε λαμπαδηδρομία
2. φρ. «λαμπαδηδρόμος ἀγών» — αγώνας με δαυλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματο-δρόμος, νυκτο-δρόμος. Το -η- του τ. λαμπαδηδρόμος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].