ἐνστασία
English (LSJ)
ἡ, = sq., Hp.Ep.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνστασία: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἱππ. 1289. 10.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
sede τὸ δὲ τῶν ὀμμάτων ὁρητικὸν ἐν πολυχίτωνι φωλεῦον ὑγροῦ ἐνστασίᾳ la propiedad visual de los ojos, oculta en una sede húmeda de varias capas Hp.Ep.23.
Greek Monolingual
ἐνστασία, η (Α) ενίστημι
συγκέντρωση υγρού ή στάση, εδραίωση ξένου σώματος σε σημείο του οργανισμού.