ἐνστασία

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

ἡ, = sq., Hp.Ep.23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνστασία: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἱππ. 1289. 10.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
sede τὸ δὲ τῶν ὀμμάτων ὁρητικὸν ἐν πολυχίτωνι φωλεῦον ὑγροῦ ἐνστασίᾳ la propiedad visual de los ojos, oculta en una sede húmeda de varias capas Hp.Ep.23.

Greek Monolingual

ἐνστασία, η (Α) ενίστημι
συγκέντρωση υγρού ή στάση, εδραίωση ξένου σώματος σε σημείο του οργανισμού.