ἐνστασία
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ἡ, = ἔνστασις (beginning, plan, management, origin, institution, inheritance, lodgement, impaction, obstruction, interference, objection, opposition), Hp. Ep. 23.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
sede τὸ δὲ τῶν ὀμμάτων ὁρητικὸν ἐν πολυχίτωνι φωλεῦον ὑγροῦ ἐνστασίᾳ la propiedad visual de los ojos, oculta en una sede húmeda de varias capas Hp.Ep.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνστασία: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἱππ. 1289. 10.
Greek Monolingual
ἐνστασία, η (Α) ενίστημι
συγκέντρωση υγρού ή στάση, εδραίωση ξένου σώματος σε σημείο του οργανισμού.
German (Pape)
ἡ, = ἔνστασις, Hippocr.