μαρμάρειος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
α, ον, = sq., Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμάρειος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μαρμάρειος, -εία, ον (Α)
βλ. μαρμάρεος (I).