ἐγκεντρισμός

From LSJ
Revision as of 06:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκεντρισμός Medium diacritics: ἐγκεντρισμός Low diacritics: εγκεντρισμός Capitals: ΕΓΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: enkentrismós Transliteration B: enkentrismos Transliteration C: egkentrismos Beta Code: e)gkentrismo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Gp.4.12.2, PSI6.624.20.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 bot. injerto, injerto de púa περὶ ἐγκεντρισμοῦ ἐλαιῶν Gp.9.16 tít., τὸ ξυλῶδες σχίσαντες ἐμβάλλουσι τὰ ἐνθέματα. καλεῖται δὲ οὗτος ὁ τρόπος ἐ. Gp.10.75.5, cf. 4.12.2, Mich.in PN 105.8
fig. ref. la conversión de fe crist., Iren.Lugd.Fr.Jena 10.2, Clem.Al.Strom.6.15.119, PRyl.471.3 (V d.C.), ref. al alma φυτὸν οὐράνιον, ἐγκεντρισμὸν ἀλλότριον οὐ δεξάμενον Synes.Prouid.1.10 (p.85).
2 acción de instigar, incitación, Gloss.2.283.

Greek Monolingual

ο (AM ἐγκεντρισμός)
η εγκέντριση
μσν.- νεοελλ.
η ένωση δύο φυτών ή τμημάτων τους, εμβολιασμός.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκεντρισμός: ὁ прививка (ὁμοίων δένδρων εἰς ὅμοια Arst.).