ἱματιοπράτης
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ,= sq., Stud.Pal.22.95.2 (iii A.D.).
Greek Monolingual
ο (Α ἱματιοπράτης)
ιματιοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + πράτης (< θ. πρα- του πιπράσκω)].