σανδύκιον
From LSJ
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
English (LSJ)
τό, = sq.1.1 or 3, σαντοικίου (sic) A καὶ ψιμυθίου PLips.102 ii 2 (iv A.D.).
Greek Monolingual
τὸ, Α σάνδυξ, -υκος]
1. λαμπερό ερυθρό χρώμα
2. είδος αλοιφής.