σάνδυξ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English (LSJ)
υκος, ἡ,
A a bright red colour, also called ἀρμένιον, Str.11.14.9 (prob. cj.); obtained by heating ψιμύθιον (= cerussa), Dsc.5.88, cf. Plin.HN35.40; though a like colour was made from a plant of the same name, red sandalwood, Pterocarpus santalinus, Sosib. 21, Verg.Ecl.4.45, Plin. l.c., Lyd.Mag.3.64.
2 pl., flesh-coloured women's garments dyed with this colour, in Lydia, ibid.
3 a kind of salve, prob. a pink mixture of zinc oxide and carbonate, Dsc. l.c., Gal.12.244, Hsch.
II casket, Id. ū in genit., Prop.2.19.81; but ǔ in Grattius Cyn.86.] (Assyr. sâmtu, sându 'red stone', prob. cinnabar.)
German (Pape)
[Seite 861] υκος, ἡ, auch σάνδιξ, ὁ, 1) Mennig od. eine dem Mennig ähnliche Farbe, lat. sandyx usta, καὶ ἀρμένιον καλοῦσι χρῶμα ὅμοιον κάλχῃ, Strab. 11, 14, 9. – 2) eine Pflanze, mit deren Saft Leinwand hellroth gefärbt wurde, Hesych.; vgl. Voß Virg. Ecl. 4, 45 p. 208. – Bei den Lydern hießen σάνδυκες mit Sandyx gefärbte seine, durchsichtige Frauenkleider von Leinwand. – [Υ ist bei Propert. 2, 25, 45 lang, bei Grat. Cyneg. 86 kurz.]
French (Bailly abrégé)
υκος (ἡ) :
vermillon ; incarnat.
Étymologie: DELG emprunt oriental certain ; cf. skr. sinduram « cinabre », assyr. sâmtu, sându qui désignerait une pierre rouge.
Greek (Liddell-Scott)
σάνδυξ: -υκος, ἢ σάνδιξ, -ικος, ἡ, λαμπρὸν ἐρυθρὸν χρῶμα καλούμενον καὶ ἀρμένιον, Στράβ. 529, Διοσκ. 5. 103· λαμβάνεται δὲ τοῦτο ἐκ σανδαράκης μεμιγμένης μετ’ ἐρυθρᾶς ὤχρας (rubrica), Πλίν. 35. 23· ἂν καὶ ὅμοιόν τι χρῶμα ἐλαμβάνετο ἐκ φυτοῦ ἔχοντος τὸ αὐτὸ ὄνομα, Σωσίβιος παρ’ Ἡσύχ., Οὐεργιλ. Ἐκλ. 4. 45, Πλίν. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) σάνδυκες παρὰ τοῖς Λυδοῖς ἐκαλοῦντο διαφανῆ ἐνδύματα γυναικῶν ἔχοντα τὸ χρῶμα τῆς σαρκός, κρεατόχροα (βέβαμμένα δὲ διὰ ταύτης τῆς βαφῆς), Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 3. 64. 3) εἶδος ἀλοιφῆς, Ἡσύχ. ΙΙ. μικρὰ θήκη, Ἡσύχ. [ῡ ἐν τῇ γενικῇ, Προπ. 2. 19, 81· ἀλλὰ ῠ παρὰ τῷ Κρατ. ἐν «Κυνηγ.» 86].
Greek Monolingual
(I)
-υκος και σάνδιξ, -ικος, ἡ, Α
λαμπερό ερυθρό χρώμα
2. είδος αλοιφής, πιθ. μίγμα οξειδίου του ψευδαργύρου και ανθρακικού άλατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Πρόκειται για λ. με ευρεία διάδοση, η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ. sindūram «κόκκινο χρώμα», ασσυριακό samtu, sandu «είδος κόκκινης πέτρας» και πιθ. με την λ. σανδαράκη. Την λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. sandyx)].
(II)
-υκος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) μικρή θήκη, σεντουκάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., η οποία μάλλον δεν πρέπει να συνδεθεί με το σάνδυξ (Ι)].
Greek Monotonic
σάνδυξ: -υκος ή σάνδιξ, -ικος, ἡ, ανοιχτή κόκκινη χρωστική στο χρώμα της σάρκας, που ονομάζεται επίσης ἀρμένιον, σε Στράβ.
Frisk Etymological English
1. -υκος
Grammatical information: f.
Meaning: designation of a bright red colourant, a bright red mineral colour, a red transparent fabric etc. (Str. 11, 14, 9 [coni.], Dsc., Gal. a. o.); also a woman's cloth. Extens. on the meaning Flobert Rev. de phil. 90, 228 ff.
Derivatives: σανδύκ-ιον n. meaning uncertain, -ινος sandyx-coloured (pap.); also σανδών, -όνος m. designation of a transparent fabric (Lyd. Mag.): after σιν-δών(?).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S).
Etymology: Formation as βόμβυξ a. o.; like the somehow related form from an unknown oriental(?) source (cf. OInd. sindūram red-lead, cinnabar, Assyr. sâmtu, sându red stone?). Lat. LW [loanword] sandyx (Prop., Verg., Plin.). -- The formation points to a Pre-Greek word. (Cf. σάνδυξ 2.).
2.
Grammatical information: ?
Meaning: chest
Other forms: Also σενδούκη; dimin. σενδούκιον (sch. Ar. Pl. 711 and 809). κιβωτός Η.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S).
Etymology: The formation of the word is Pre-Greek.
Middle Liddell
σάνδυξ, υκος,
a bright red colour, also called ἀρμένιον, Strab.
Frisk Etymology German
σάνδυξ: -υκος
{sánduks}
Grammar: f.
Meaning: Bez. eines hellroten Farbstoffes, einer hellroten Mineralfarbe, eines rotfarbigen durchsichtigen Gewebes usw. (Str. 11, 14, 9 [coni.], Dsk., Gal. u. a.); ausführlich zur Bed. Flobert Rev. de phil. 90, 228 ff.
Derivative: Davon σανδύκιον n. Bed. unsicher, -ινος sandyxfarben (Pap.); auch σανδών, -όνος m. Bez. eines durchsichtigen Gewandes (Lyd. Mag.): nach σινδών.
Etymology: Bildung wie βόμβυξ u. a.; wie das damit irgendwie zusammengehörige σανδαράκη aus unbek. orientalischer Quelle (vgl. aind. sindūram Mennig, Zinnober, assyr. sâmtu, sându roter Stein?). Lat. LW sandyx (Prop., Verg., Plin. usw.).
Page 2,675-676