λισπόπυξ
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
Greek Monolingual
λισπόπυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
λισπόπυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + πύξ, μεταγενέστερος τ. του πυγή.