ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
[Seite 551] ῆρος, ὁ, nach Ath. XI, 495 e bei den Thessalern u. Aeolern = ἀμολγεύς.
-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που αρμέγει σε πέλλα
2. (στους Βοιωτούς) κύλικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα -(η)τήρ (πρβλ. αυλη-ήρ)].