τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice
ης (ἡ) :hospitalité.Étymologie: ion. p. *ξενοσύνη de ξένος.
hospitality, Od. 21.35†.
ξεινοσύνη, ἡ (Α)(επικ. τ.) βλ. ξενοσύνη.