Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
-α, -ο (ΑΜ ὀρεσίβιος, -ον, Α και ὀρέσβιος, -ον)
αυτός που διαμένει στα όρη, βουνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι- / ὀρεσ- (βλ. λ. όρος [II]) + βίος (πρβλ. θαλασσό-βιος)].