καββάς

Revision as of 12:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Greek (Liddell-Scott)

καββάς: ἴδε καταβαίνω· - καββασία, ἴδε καταβασία.

Greek Monolingual

καββάς (Α)
ποιητ. τ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. του καββαίνω, καταβαίνω.

Greek Monotonic

καββάς: Επικ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. βʹ του καταβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καββάς ep. ptc. aor. act. van καταβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

καββάς: дор. Pind. part. к καταβαίνω.