καββάς: ἴδε καταβαίνω· - καββασία, ἴδε καταβασία.
καββάς (Α)ποιητ. τ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. του καββαίνω, καταβαίνω.
καββάς: Επικ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. βʹ του καταβαίνω.
καββάς ep. ptc. aor. act. van καταβαίνω.
καββάς: дор. Pind. part. к καταβαίνω.