ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φλιδάνει
διαπίπτει, διαρρεῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι-δ-(β., λ. φλίω), κατά τα ρ. σε -άνω. Παρλλ. απαντά και ένας τ. αορ. ἔφλιδεν
διέρρεεν, ἐρρήγνυεν (για το ζεύγος φλιδάνω: ἔφλιδον, πρβλ. ἁμαρτάνω: ἥμαρτον, καταδαρθάνω: κατέδαρθον)].