λῷστος

From LSJ
Revision as of 23:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

German (Pape)

[Seite 76] att. = λώϊστος, superl. zu λωΐων, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

λῷστος: -η, -ον, ἴδε ἐν λ. λωίων.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
v. *λῶϊς.

Greek Monolingual

λῷστος, -η, -ον (Α)
1. πάρα πολύ επιθυμητός
2. πάρα πολύ καλός («ᾦ λῷστε πῶλε», Πλάτ.).

Greek Monotonic

λῷστος: -η, -ον, υπερθ. επίθ., βλ. λωΐων.

Russian (Dvoretsky)

λῷστος: superl. к λωΐων (стяж. λῴων).