ἑγδάκτυλος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek (Liddell-Scott)
ἑγδάκτυλος: -ον, (= ἑξαδάκτυλος) Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν (τῶν νεωρίων), Ἐφημ. Ἀρχ. Ἀθην. 3144, τετράκις οὕτως.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἑξδ- IG 22.1627.448, 1631.265, 277, 1632.4 (todas IV a.C.)
de seis dedos de grosor σχοινία IG ll.cc., SEG 3.137.3.12 (Atenas IV a.C.), ἐμπόλια IG 22.1675.7 (IV a.C.), σανίδες ... πάχος ἑγδάκτυλοι IG 22.1672.154 (IV a.C.), cf. ἑξαδάκτυλος.