ἑξαδάκτυλος
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
ἑξαδάκτυλον, = ἑξαδακτυλιαῖος,
A six inches long, Hp.Nat.Mul.32,109, Dsc.4.43, Orib.8.6.15, D.L.4.34, Ammon.in APr.46.1.
II having six fingers, Gal.19.454, Eustr.in EN376.1, Tz.H.7.902.
Spanish (DGE)
-ον
1 que mide seis dedos ξυλήφια ὀριγάνου Hp.Steril.230, κλῶνες Dsc.4.43, διάστημα Orib.8.6.15, cf. D.L.4.34, Ammon.in APr.46.1, ἕδρας μὴ ἐλάσσους ἑξαδακτύλων ID 506.5 (III a.C.).
2 de pers. que tiene seis dedos τέρατα Gal.19.454, ἄνθρωποι Olymp.in Alc.94
•subst. τὸ ἐ. Alex.Aphr.in Metaph.452.15, Phlp.in APr.61.19
•subst. ὁ ἑ. Them.in Ph.56.17, Sopat.Rh.ad Hermog.161.23, Ascl.in Introd.1.106.22, Paul.Aeg.6.43 (tít.); cf. ἑγδάκτυλος.
German (Pape)
[Seite 862] sechsfingerig, Hippocr., D. L. 4, 34. – Auch ἑξαδακτυλιαῖος
Russian (Dvoretsky)
ἑξαδάκτυλος: протяжением в 6 дактилей (т. е. ок. 11, 6 см.) Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξαδάκτῠλος: -ον, ἔχων μῆκος ἓξ δακτύλων, Ἱππ. 574. 1., 587. 44, κτλ., Διογ. Λ. 4. 34. ΙΙ. ἔχων ἓξ δακτύλους, Τζέτζ. Ἱστ. 7. 902.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑξαδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει έξι δάκτυλα («ὁ βασιλεὺς ἧτο ἑξαδάκτυλος», Τζέτζ.)
αρχ.
αυτός που έχει μήκος έξι δακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + δάκτυλος.