τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
ἵεν: Αἰολ. γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ ἵημι· πρβλ. ἵε.
3ᵉ sg. impf. épq. sync. de ἵημι.
ἵεν: эп.-дор. (= ἵεσαν) 3 л. pl. impf. к ἵημι.