στροβανίσκος

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

German (Pape)

[Seite 954] ὁ, = τρίπους, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στροβανίσκος: ὁ, τρίπους, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) τρίποδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. στρόβος.