τέοισι

From LSJ
Revision as of 04:37, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek (Liddell-Scott)

τέοισι: Ἰων. ἀντὶ τίσι; νῦν τε τέοισί με χρὴ ὄμμασι ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς φοιτέοντα φαίνεσθαι; Ἡρόδ. 1. 37.

French (Bailly abrégé)

ion. c. τισί, dat. pl. de τις.

Greek Monolingual

Α
(ιων. τ. δοτ. πληθ. της ερωτ. και της αόρ. αντων.) βλ. τις, τίς.

Greek Monotonic

τέοισι: Ιων. αντί τισί; δοτ. πληθ. του τίς; ποιος; σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τέοισι: ион. = τισί (dat. pl. к τίς).