φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
ἀμπίπτω: ποιητ. ἀντὶ ἀναπίπτω.
ἀμπίπτω: ποιητ. αντί ἀναπίπτω.
ἀμπίπτω: Aesch. = ἀναπίπτω.