ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
ἀμπολέω 1 go over met., of repetition ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει (N. 7.104), cf. ἀναπολίζω.
ἀμπολέω: Pind. = ἀναπολέω.