προσκάτημαι
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
German (Pape)
[Seite 768] ion. = προσκάθημαι, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. προσκάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
προσκάτημαι: ион. = προσκάθημαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κάτημαι Ion. voor προσκάθημαι.