περικεκομμένως

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

German (Pape)

[Seite 579] adv. part. perf. pass. von περικόπτω, abgekürzt (?).

Greek (Liddell-Scott)

περικεκομμένως: Ἐπίρρ., βραχέως, συντόμως, Λατ. concis, Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 346D.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με συντομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περικεκομμένος, μτχ. μέσου παρακμ. του περικόπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].