ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
Α(κατά τον Ησύχ.) «φλυκταινοῡσθαι».[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του ρ. φλοιδῶ (βλ. λ. φλίω)].