πεφλοιδέναι
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
φλυκταινοῦσθαι, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φλυκταινοῦσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του ρ. φλοιδῶ (βλ. λ. φλίω)].