κελλόν

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source

Greek (Liddell-Scott)

κελλόν: «στρεβλόν, πλάγιον» Ἡσύχ. καὶ «κελλῶσαι· πλαγιάσαι».

Greek Monolingual

κελλόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στρεβλόν, πλάγιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελλάς].