Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
σύγγροφος: ἡ, συγγραφή, ἔγγραφος, δηλ. συμφωνία, Ἐπιγρ. Ἑρμιόνης L. et F 159h.
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συγγραφος.
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συγγραφος.