σύγγροφος

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγγροφος Medium diacritics: σύγγροφος Low diacritics: σύγγροφος Capitals: ΣΥΓΓΡΟΦΟΣ
Transliteration A: sýngrophos Transliteration B: syngrophos Transliteration C: syngrofos Beta Code: su/ggrofos

English (LSJ)

Doric for σύγγραφος.

Greek (Liddell-Scott)

σύγγροφος: ἡ, συγγραφή, ἔγγραφος, δηλ. συμφωνία, Ἐπιγρ. Ἑρμιόνης L. et F 159h.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συγγραφος.